- φορβή
- η, ΝΜΑτροφή για ζώα, ιδίως κατοικίδια, νομή, ζωοτροφήνεοελλ.(ιδίως) τροφή ζώων σε ξηρή μορφή, όπως λ.χ. άχυρο, σανός κ.ά.μσν.-αρχ.καύσιμη ύλη («φορβῆς ἠπανίῃ ψύχεται αὐτομάτως», Ανθ. Παλ.)αρχ.1. τροφή αρπακτικών πουλιών2. είδος τροφής για βάτραχο3. (κατ' επέκτ.) τροφή για ανθρώπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω «τρέφω» (πρβλ. τροφ-ή: τρέφω). Ο τ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στον τ. poqa].
Dictionary of Greek. 2013.